- τιρμπουσόν
- και τριμπουσόν, το, Νάκλ. τεχνολ. ο εκπωματιστήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tire-bouchon < tirer «τραβώ» + bouchon «πώμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιρμπουσόν(ι) — το άκλ. (λ. γαλλ.), ξεβουλωτήρι για τάπες μπουκαλιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρυπησόνι — το, Ν εκπωματιστήρας, τιρμπουσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιρμπουσόν / τριμπουσόν με παρετυμολογική επίδραση τού ρ. τρυπώ] … Dictionary of Greek
αναπωμαστήρας — ( ήρ, ήρος), ο εργαλείο με το οποίο αφαιρούμε το πώμα από κάτι, αλλ. τιρμπουσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπωμάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
εκπωματιστήρας — ο σπειροειδές εργαλείο σαν τρυπάνι που μπήγεται στα πώματα από φελλό και βοηθά στον αποπωματισμό, το τιρμπουσόν … Dictionary of Greek
τριμπουσόν — το, Ν βλ. τιρμπουσόν … Dictionary of Greek